✏️Γράφει ο Θόδωρος Γεωργιάδης από την Ξηρολιμνη.
"Εσιωπησε και η χαρά που
καρτερεις να έρθει.
Τα μάτια αλμύρα γιόμησαν κι η προσμονή μεγάλη.
Και σύ, βλαστάρι φυτεψες στο χώμα,
ετούτο το χειμώνα.
Και το ποτίζεις απαλά με κάθε δάκρυ
που κυλάει.
Για να ριζώσει ακλαδευτο και τά
φτερά ν απλώσει.
Κι αυτό, σαν από μάνα ορφανό
παλεύει μοναχό,με τα στοιχειά
της φύσης.
Παλεύει ολόρθο να σταθεί κι ανάσες
να χορτάσει.
Θέλει τον κόσμο να χαρεί κι ανάμεσα
να ζήσει.
Παίρνει κουράγιο απ' τα πουλιά,
πού ολόγυρα πετάνε,μελωδικά.
Σε κάθε ήχο τους σκιρτά,σαν ξάφνιασμα καί παίρνει δύναμη,
ζωή.
Παλεύει μοναχό και θέλει ολόρθο
να σταθεί.
Κι έρχεται, αλμύρα θαλασσινή
και κόμπος τον επνίγει.
Είναι το δάκρυ το απαλό,της μάνας
που στερεύει.
Μα δε δειλιάζει, μοναχό τη φύση του
παλεύει.
Κι αξαφνα, ο ήλιος, ο ήλιος ο λαμπερός, θαρρείς κουράγιο πια
δεν έχει.
Απελπισιά ο φόβος,σαν ίσκιος
τον τυλίγει.
Στρέφει το βλέμμα χαμηλά,σάν
δύναμη ν αντλήσει .
Μια σπίθα είναι,που κρατά,φεγγοβολεί.
Στο διάβα του, του δίνει ελπίδα.
Και το βλαστάρι είναι εκεί και
μέσα του θεριέυει.
Στέκει ολόρθο, αλύγιστο μέσα
στο φως.
Και σιωπηλό,στην αγκαλιά της
μάνας τόν κόσμο αγναντεύει.."
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου