Η Αναστασία Ποιμενίδου - Κυριακίδου από το Ρουσίο της Κρώμνης στην Ξηρολίμνη
ΠΑΡΑΣΚΕΥΉ, 10 ΔΕΚΕΜΒΡΊΟΥ 2010
Εκατόν ένα ετών ήταν η Αναστασία Ποιμενίδου - Κυριακίδου, όταν (πήγαμε και τη βρήκαμε στην Ξηρολίμνη Κοζάνης, μετά από τηλεφώνημα του μηχανικού και συγγραφέα Νίκου Κυριαζίδη. Ήταν μήνας Ιούνιος του 2009.Τον Ιανουάριο του 2010 η σεβαστή ηλικιωμένη από το Ρουσίο της Κρώμνης του Πόντου πέθανε σε ηλικία 102 ετών.
Με τη βοήθεια των τριών παιδιών της, του Δημήτρη, του Σοφοκλή και της Άννας Κυριακίδου - Xαζαρίδου, αλλά και την πολύτιμη βοήθεια του Νίκου Κυριαζίδη, πήραμε τη συνέντευξη με δυσκολία, γιατί η Αναστασία Ποιμενίδου - Κυριακίδου είχε μεγάλο πρόβλημα στην ακοή.
Κοινή καταγωγή από το Ρουσίο και ιστορίες
Μόλις μας είδε η γιαγιά Αναστασία δεν έκρυβε τη χαρά της, προπάντων όταν πληροφορήθηκε από τον Νίκο Κυριαζίδη ότι ο πατέρας μου Βασίλης Τελίδης ήταν από το Ρουσίο.
«Ο Βασίλτς τη Μαρίας τη Τελάβας έτον πολλά Μασχαρέας. Θυμούμαι, έναν βράδον εφόρεσεν τη ποπά τα λώματα και εμασκαρεύτεν. Μαύρον ο πρόσωπος ατ' ας σα μανέατα τη πέσκονος, επήεν και εχπάραξεν τα παιδία». Έλεγαν, τότε, ότι τη νύχτα βγαίνει ο χορτλάχ'ς (Τούρκος νεκρός που βρικολάκιασε) και οι μάγισσες και τρώνε τα παιδιά. Το είπαν στη μάνα του και του έδωσε πολύ ξύλο, για να μην το ξανακάνει.
Θυμάται το Ρουσίο και συγκινείται
Όταν της κάναμε διάφορες ερωτήσεις για το χωριό της και τους κατοίκους του Ρουσίου, καθώς και την εγκατάσταση της στην Ξηρολίμνη Κοζάνης, αναστέναξε και μετά από λίγο, συγκινημένη βαθιά, είπε ότι γεννήθηκε το 1909 στο Ρουσίο.
Στο σχολείο, οι μαθητές και μαθήτριες ήταν περίπου εκατό. Η δασκάλα που είχαν έμεινε μερικά χρόνια και μετά έφυγε. Τότε πήραν έναν νεαρό δάσκαλο από το χωριό Σταυρίν. Τα παιδιά, στο μεταξύ, έμειναν πολύ λίγα. Ήταν τα τελευταία χρόνια πριν από τον ξεριζωμό, τότε που στο Ρουσίο ζούσαν 50 έως 60 οικογένειες Ελλήνων.
Η εκκλησία ήταν του Αγίου Δημητρίου. Ήταν πετρόχτιστη αλλά ωραία εκκλησία. Ακόμη υπάρχει στο Ρουσίο, όπως λένε όσοι πήγαν εκεί για επίσκεψη. Είναι σκεπασμένη με πέτρινες πλάκες.
Είχαμε έναν παπά που ήταν ανάποδος. Επίτροποι ήταν άντρες και γυναίκες. Καλύτερες ήταν οι γυναίκες. Στο πανηγύρι έρχονταν πολλοί και από τα γύρω χωριά, το Παρτίν, την Κρώμνη, που ήταν από τη μια μεριά, και ο Αηλίας και το Σταυρίν, από την άλλη.
Κάτω ήταν το ποτάμι Γιαγλίντερε, όπου ήταν τα χωριά Βαρενού, Ατσαλάντων και Μωλάντων. Οι αποστάσεις που χώριζαν αυτά τα χωριά ήταν μικρές, τρία - τέσσερα χιλιόμετρα. Το πιο μακρινό ήταν 15 χιλιόμετρα. Επικοινωνούσαμε με τα πόδια, με άλογα ή με μουλάρια.
Η κτηνοτροφία μεγάλων κυρίως ζώων ήταν αναπτυγμένη. Έβγαζαν με το δουρβάνισμα βούτυρο από αγελαδίσιο γιαούρτι, μέχρι και πέντε οκάδες. Τα έφτιαχναν κολόθια (μικρές μπάλες) και τα πουλούσαν στην Τραπεζούντα. Έβγαζαν και άλλα κτηνοτροφικά προϊόντα, όπως τα τσορτάνια, πασκιτάνια κ. ά.
Τα καλοκαίρια μαζεύονταν οι ξενιτεμένοι που εργάζονταν σε μεγάλες πόλεις του Πόντου ή στη Ρωσία. Τότε το Ρουσίο είχε έως και 300 κατοίκους. Οι ξενιτεμένοι έφερναν χρήματα στις οικογένειες τους. Μουσουλμάνοι δεν υπήρχαν ποτέ στο Ρουσίο.
Η γεωργική παραγωγή ήταν μικρή, ίσα - ίσα για τη διατροφή τους. Έφτιαχναν κορκότα για τσορβάδες (σούπες), πληγούρια για πιλάφια, ζυμαρικά (μακαρόνια κ. ά.), καθώς και αλεύρι για ψωμί.
Όταν έσφαζαν κανένα ζώο, έφτιαχναν καβουρμά (βρασμένο κρέας με πολύ λίπος, που το διατηρούσαν σε δοχεία για το μαγείρεμα κατά τον χειμώνα. Επειδή το νερό από τις δυο πηγές που υπήρχαν δεν ήταν πολύ, είχαν λίγα δέντρα, και αρκετά, όμως, λαχανικά στους κήπους των σπιτιών τους.
Τα φρούτα τα έκαναν τσίρα, για χοσάφια τον χειμώνα. Τα λαχανικά τα πότιζαν με τη σειρά. Ορισμένοι έκαναν τον ξύπνιο και μάλωναν με τους άλλους, αλλά με την παρέμβαση των ψυχραιμότερων σταματούσαν τα μαλώματα.
Για να πάνε στην Αργυρούπολη, έκαναν μια μέρα. Ήταν απόσταση 40 χιλιομέτρων. Για την Τραπεζούντα χρειαζόταν δυο μέρες για να πάνε. Διανυκτέρευαν στο Τζεβισλούκ (Δικαίσημο), στην περιοχή της Ματσούκας. Πάντοτε ταξίδευαν πολλοί μαζί, με άλογα ή με μουλάρια, γιατί στη διαδρομή υπήρχαν ληστές, που περίμεναν να αρπάξουν ό,τι κουβαλούσαν οι ταξιδιώτες και τα εμπορεύματα που μετέφεραν οι επαγγελματίες αγωγιάτες, Έλληνες και Τούρκοι. Ο πατέρας της Αναστασίας Ποιμενίδου - Κυριακίδου, ο Θεμιστοκλής Ποιμενίδης, έκανε και αυτός αγώγια, τρεις φορές τον μήνα, από την άνοιξη έως το φθινόπωρο.
Για στέκι είχε ένα μαγαζί στην Τραπεζούντα. Πάντοτε ήταν περισσότερα από πέντε άτομα. Τα παιδιά τα μετέφεραν μέσα σε κοφίνια, για να μην πέφτουν πάνω από τα ζώα.
Μέχρι το Τζεβισλούκ περνούσαν από δύσβατους δρόμους πάνω στο βουνό, σε υψόμετρο περισσότερο από 2.000 μ. Μετά ήταν ο δρόμος εύκολος. Το χωριό ήταν σε υψόμετρο πάνω από 1.500 μ.
Στην ανταλλαγή των πληθυσμών, τους πήγαν στην Τραπεζούντα, όπου περίμεναν καράβι δυο μέρες. Έβρεχε και χιόνιζε, γιαυτό έμειναν μέσα στις αποθήκες, όπου κάθουνταν επάνω σε κιβώτια, για να μην παγώσουν.
Τους φόρτωσαν, τελικά, πάνω σε ένα σαπιοκάραβο, ο ένας πάνω στον άλλο, και μετά από δύο ημέρες τους κατέβασαν στο στρατόπεδο Σελιμιέ, στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί ανακάτεψαν όλους τους πρόσφυγες, με αποτέλεσμα να χάσουν τους συγγενείς και τους γνωστούς. Πέθαιναν πολλοί καθημερινά, από διάφορες αρρώστιες, κατά το μεγάλο χρονικό διάστημα, που τους είχαν εκεί. Τους νεκρούς τους πετούσαν στη θάλασσα ή και τους έθαβαν.
Στον Άγιο Γεώργιο του Πειραιά, όπου τους μετέφεραν, δεν έμειναν πολύ. Τους πήγαν στη Θεσσαλονίκη και από εκεί στη Νέα Σάντα Κιλκίς, όπου έμειναν γύρω στους τρεις μήνες, γιατί δεν άρεσε το μέρος στον πατέρα της. Είχε υγρασία και κουνούπια, σε αντίθεση με το κλίμα του Ρουσίου, που ήταν ξηρό.
Τους είπαν να τους πάνε στα Αμάραντα, αλλά τελικά τους έβαλαν στο τρένο και βρέθηκαν στο Αμύνταιο της Φλώρινας, όπου φυσούσε πολύ και έκανε κρύο.
Έφυγαν με φορτηγά και βρέθηκαν έξω από την Κοζάνη, στην Ξηρολίμνη, όπου βρήκαν μόνον τουρκόσπιτα, στα οποία εγκαταστάθηκαν οι πέντε οικογένειες που ήταν. Έφτασαν εκεί το 1924 και έκαναν, προσωρινά, το τζαμί που υπήρχε εκκλησία. Μέσα σε τέσσερα χρόνια και με προσωπική εργασία και προσφορά, έχτισαν εκκλησία. Ο Χρυσοχόου, ο νονός μου από το Ανατολικό Πτολεμαΐδας, έκανε τις κολώνες.
Όταν ήρθαν και άλλοι πρόσφυγες και το χωριό μεγάλωσε, έχτισαν οι ίδιοι, πάλι, με μικρή βοήθεια του κράτους, και σχολείο. Οι κάτοικοι ασχολήθηκαν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, καπνά και άλλα.
Θυμάται ξαφνικά κάποια περιστατικά από τη ζωή της
Ενώ μιλούσε για το νέο χωριό της, την Ξηρολίμνη Κοζάνης, θυμήθηκε ξαφνικά κάποια περιστατικά από τη ζωή της στην πατρίδα। «Είχα μια μητριά, λέει, που τα παιδιά της ήταν στη Ρωσία.
Έλεγε στη μάνα σου, την Ωραιοζήλη, θα σου δώσω τον γιο μου. Έγινε η αλλαγή, εκείνος πέθανε στη Ρωσία και η μάνα σου παντρεύτηκε τον Βασίλη της Μαρίας της Τελάβας. Ήταν αντρογυναίκα η Μαρία και έκανε όλες τις δουλειές. Ο πατέρας μου πήγε το 1940 στη Θεσσαλονίκη και βρήκε όλους τους χωριανούς από το Ρουσίο. Βρήκε τον Βασίλη, την Ωραιοζήλη, την Τσιόφα (Σοφία) Γρηγοριάδου και τα παιδιά της, τον Θανάση, την Κίτσα, τον Γιάννη.
Τις εικόνες που έφερε η Τσιόφα από το χωριό, είναι τώρα στο Πανόραμα. Εικόνες από το Ρουσίο έφερε στην Ξηρολίμνη ο πατέρας μου. Είναι στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, κλεισμένες σε τζάμι, για να μην χαλάσουν. Είναι και το δισκοπότηρο, μανουάλια, καντήλια, ο επιτάφιος και ρούχα του παπά».
Εκλογή της νύφης με κλήρο!
Τα χρόνια πέρασαν, και όταν η Αναστασία Ποιμενίδου έγινε 17 ετών, της έκαναν προξενιά. Είχε άλλες τρεις αδελφές και έναν αδελφό. Την προξενιά την έκαναν οι γονείς, άλλοι συγγενείς και οι προξενητάδες.
Στο σπίτι τους, όπου πήγαν οι προξενητάδες, δεν τους είπαν για ποιο κορίτσι ενδιαφέρονταν. Τότε ο πατέρας της έκοψε τέσσερα χαρτάκια, έγραψε τα ονόματα των κοριτσιών και έδωσε να τραβήξει ο προξενητής ένα. Στο χαρτί που τράβηξε ήταν το όνομα της Αναστασίας.
Αυτήν ήθελαν, άλλωστε, να παντρέψουν. Παντρεύτηκε το 1928 τον Στάθη Κυριακίδη, που καταγόταν από το Σταυρίν. Μάλιστα, πάνω στο ίδιο καράβι βρίσκονταν, όταν έρχονταν.
Βρέθηκαν και στην Ελλάδα στο ίδιο χωριό. Έκαναν έξι παιδιά, τέσσερα κορίτσια και δύο αγόρια, που τα σπούδασαν και είναι όλα παντρεμένα. Της χάρισαν τα παιδιά της δεκατρία εγγόνια, και τη φρόντιζαν όλοι. Τα παιδιά της είναι κατά σειρά ο Δημήτρης, η Ελένη, η Ελισάβετ, η Θεανώ, η Άννα και ο Σοφοκλής.
Νικος Τελιδης
Συγγραφεας -Συλλεκτης
Πηγη: Περιοδικο "ΠΟΝΤΙΑΚΑ"
Με τη βοήθεια των τριών παιδιών της, του Δημήτρη, του Σοφοκλή και της Άννας Κυριακίδου - Xαζαρίδου, αλλά και την πολύτιμη βοήθεια του Νίκου Κυριαζίδη, πήραμε τη συνέντευξη με δυσκολία, γιατί η Αναστασία Ποιμενίδου - Κυριακίδου είχε μεγάλο πρόβλημα στην ακοή.
Κοινή καταγωγή από το Ρουσίο και ιστορίες
Μόλις μας είδε η γιαγιά Αναστασία δεν έκρυβε τη χαρά της, προπάντων όταν πληροφορήθηκε από τον Νίκο Κυριαζίδη ότι ο πατέρας μου Βασίλης Τελίδης ήταν από το Ρουσίο.
«Ο Βασίλτς τη Μαρίας τη Τελάβας έτον πολλά Μασχαρέας. Θυμούμαι, έναν βράδον εφόρεσεν τη ποπά τα λώματα και εμασκαρεύτεν. Μαύρον ο πρόσωπος ατ' ας σα μανέατα τη πέσκονος, επήεν και εχπάραξεν τα παιδία». Έλεγαν, τότε, ότι τη νύχτα βγαίνει ο χορτλάχ'ς (Τούρκος νεκρός που βρικολάκιασε) και οι μάγισσες και τρώνε τα παιδιά. Το είπαν στη μάνα του και του έδωσε πολύ ξύλο, για να μην το ξανακάνει.
Η Αναστασία Ποιμενίδου ανάμεσα στα δυο από τα έξι παιδιά της. Αριστερά ο μικρότερος Σοφοκλής και δεξιά ο μεγαλύτερος Δημήτρης |
Θυμάται το Ρουσίο και συγκινείται
Όταν της κάναμε διάφορες ερωτήσεις για το χωριό της και τους κατοίκους του Ρουσίου, καθώς και την εγκατάσταση της στην Ξηρολίμνη Κοζάνης, αναστέναξε και μετά από λίγο, συγκινημένη βαθιά, είπε ότι γεννήθηκε το 1909 στο Ρουσίο.
Στο σχολείο, οι μαθητές και μαθήτριες ήταν περίπου εκατό. Η δασκάλα που είχαν έμεινε μερικά χρόνια και μετά έφυγε. Τότε πήραν έναν νεαρό δάσκαλο από το χωριό Σταυρίν. Τα παιδιά, στο μεταξύ, έμειναν πολύ λίγα. Ήταν τα τελευταία χρόνια πριν από τον ξεριζωμό, τότε που στο Ρουσίο ζούσαν 50 έως 60 οικογένειες Ελλήνων.
Η εκκλησία ήταν του Αγίου Δημητρίου. Ήταν πετρόχτιστη αλλά ωραία εκκλησία. Ακόμη υπάρχει στο Ρουσίο, όπως λένε όσοι πήγαν εκεί για επίσκεψη. Είναι σκεπασμένη με πέτρινες πλάκες.
Είχαμε έναν παπά που ήταν ανάποδος. Επίτροποι ήταν άντρες και γυναίκες. Καλύτερες ήταν οι γυναίκες. Στο πανηγύρι έρχονταν πολλοί και από τα γύρω χωριά, το Παρτίν, την Κρώμνη, που ήταν από τη μια μεριά, και ο Αηλίας και το Σταυρίν, από την άλλη.
Κάτω ήταν το ποτάμι Γιαγλίντερε, όπου ήταν τα χωριά Βαρενού, Ατσαλάντων και Μωλάντων. Οι αποστάσεις που χώριζαν αυτά τα χωριά ήταν μικρές, τρία - τέσσερα χιλιόμετρα. Το πιο μακρινό ήταν 15 χιλιόμετρα. Επικοινωνούσαμε με τα πόδια, με άλογα ή με μουλάρια.
Η κτηνοτροφία μεγάλων κυρίως ζώων ήταν αναπτυγμένη. Έβγαζαν με το δουρβάνισμα βούτυρο από αγελαδίσιο γιαούρτι, μέχρι και πέντε οκάδες. Τα έφτιαχναν κολόθια (μικρές μπάλες) και τα πουλούσαν στην Τραπεζούντα. Έβγαζαν και άλλα κτηνοτροφικά προϊόντα, όπως τα τσορτάνια, πασκιτάνια κ. ά.
Τα καλοκαίρια μαζεύονταν οι ξενιτεμένοι που εργάζονταν σε μεγάλες πόλεις του Πόντου ή στη Ρωσία. Τότε το Ρουσίο είχε έως και 300 κατοίκους. Οι ξενιτεμένοι έφερναν χρήματα στις οικογένειες τους. Μουσουλμάνοι δεν υπήρχαν ποτέ στο Ρουσίο.
Η γεωργική παραγωγή ήταν μικρή, ίσα - ίσα για τη διατροφή τους. Έφτιαχναν κορκότα για τσορβάδες (σούπες), πληγούρια για πιλάφια, ζυμαρικά (μακαρόνια κ. ά.), καθώς και αλεύρι για ψωμί.
Όταν έσφαζαν κανένα ζώο, έφτιαχναν καβουρμά (βρασμένο κρέας με πολύ λίπος, που το διατηρούσαν σε δοχεία για το μαγείρεμα κατά τον χειμώνα. Επειδή το νερό από τις δυο πηγές που υπήρχαν δεν ήταν πολύ, είχαν λίγα δέντρα, και αρκετά, όμως, λαχανικά στους κήπους των σπιτιών τους.
Τα φρούτα τα έκαναν τσίρα, για χοσάφια τον χειμώνα. Τα λαχανικά τα πότιζαν με τη σειρά. Ορισμένοι έκαναν τον ξύπνιο και μάλωναν με τους άλλους, αλλά με την παρέμβαση των ψυχραιμότερων σταματούσαν τα μαλώματα.
Για να πάνε στην Αργυρούπολη, έκαναν μια μέρα. Ήταν απόσταση 40 χιλιομέτρων. Για την Τραπεζούντα χρειαζόταν δυο μέρες για να πάνε. Διανυκτέρευαν στο Τζεβισλούκ (Δικαίσημο), στην περιοχή της Ματσούκας. Πάντοτε ταξίδευαν πολλοί μαζί, με άλογα ή με μουλάρια, γιατί στη διαδρομή υπήρχαν ληστές, που περίμεναν να αρπάξουν ό,τι κουβαλούσαν οι ταξιδιώτες και τα εμπορεύματα που μετέφεραν οι επαγγελματίες αγωγιάτες, Έλληνες και Τούρκοι. Ο πατέρας της Αναστασίας Ποιμενίδου - Κυριακίδου, ο Θεμιστοκλής Ποιμενίδης, έκανε και αυτός αγώγια, τρεις φορές τον μήνα, από την άνοιξη έως το φθινόπωρο.
Για στέκι είχε ένα μαγαζί στην Τραπεζούντα. Πάντοτε ήταν περισσότερα από πέντε άτομα. Τα παιδιά τα μετέφεραν μέσα σε κοφίνια, για να μην πέφτουν πάνω από τα ζώα.
Μέχρι το Τζεβισλούκ περνούσαν από δύσβατους δρόμους πάνω στο βουνό, σε υψόμετρο περισσότερο από 2.000 μ. Μετά ήταν ο δρόμος εύκολος. Το χωριό ήταν σε υψόμετρο πάνω από 1.500 μ.
Στην ανταλλαγή των πληθυσμών, τους πήγαν στην Τραπεζούντα, όπου περίμεναν καράβι δυο μέρες. Έβρεχε και χιόνιζε, γιαυτό έμειναν μέσα στις αποθήκες, όπου κάθουνταν επάνω σε κιβώτια, για να μην παγώσουν.
Τους φόρτωσαν, τελικά, πάνω σε ένα σαπιοκάραβο, ο ένας πάνω στον άλλο, και μετά από δύο ημέρες τους κατέβασαν στο στρατόπεδο Σελιμιέ, στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί ανακάτεψαν όλους τους πρόσφυγες, με αποτέλεσμα να χάσουν τους συγγενείς και τους γνωστούς. Πέθαιναν πολλοί καθημερινά, από διάφορες αρρώστιες, κατά το μεγάλο χρονικό διάστημα, που τους είχαν εκεί. Τους νεκρούς τους πετούσαν στη θάλασσα ή και τους έθαβαν.
Στον Άγιο Γεώργιο του Πειραιά, όπου τους μετέφεραν, δεν έμειναν πολύ. Τους πήγαν στη Θεσσαλονίκη και από εκεί στη Νέα Σάντα Κιλκίς, όπου έμειναν γύρω στους τρεις μήνες, γιατί δεν άρεσε το μέρος στον πατέρα της. Είχε υγρασία και κουνούπια, σε αντίθεση με το κλίμα του Ρουσίου, που ήταν ξηρό.
Τους είπαν να τους πάνε στα Αμάραντα, αλλά τελικά τους έβαλαν στο τρένο και βρέθηκαν στο Αμύνταιο της Φλώρινας, όπου φυσούσε πολύ και έκανε κρύο.
Έφυγαν με φορτηγά και βρέθηκαν έξω από την Κοζάνη, στην Ξηρολίμνη, όπου βρήκαν μόνον τουρκόσπιτα, στα οποία εγκαταστάθηκαν οι πέντε οικογένειες που ήταν. Έφτασαν εκεί το 1924 και έκαναν, προσωρινά, το τζαμί που υπήρχε εκκλησία. Μέσα σε τέσσερα χρόνια και με προσωπική εργασία και προσφορά, έχτισαν εκκλησία. Ο Χρυσοχόου, ο νονός μου από το Ανατολικό Πτολεμαΐδας, έκανε τις κολώνες.
Όταν ήρθαν και άλλοι πρόσφυγες και το χωριό μεγάλωσε, έχτισαν οι ίδιοι, πάλι, με μικρή βοήθεια του κράτους, και σχολείο. Οι κάτοικοι ασχολήθηκαν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, καπνά και άλλα.
Θυμάται ξαφνικά κάποια περιστατικά από τη ζωή της
Ενώ μιλούσε για το νέο χωριό της, την Ξηρολίμνη Κοζάνης, θυμήθηκε ξαφνικά κάποια περιστατικά από τη ζωή της στην πατρίδα। «Είχα μια μητριά, λέει, που τα παιδιά της ήταν στη Ρωσία.
Έλεγε στη μάνα σου, την Ωραιοζήλη, θα σου δώσω τον γιο μου. Έγινε η αλλαγή, εκείνος πέθανε στη Ρωσία και η μάνα σου παντρεύτηκε τον Βασίλη της Μαρίας της Τελάβας. Ήταν αντρογυναίκα η Μαρία και έκανε όλες τις δουλειές. Ο πατέρας μου πήγε το 1940 στη Θεσσαλονίκη και βρήκε όλους τους χωριανούς από το Ρουσίο. Βρήκε τον Βασίλη, την Ωραιοζήλη, την Τσιόφα (Σοφία) Γρηγοριάδου και τα παιδιά της, τον Θανάση, την Κίτσα, τον Γιάννη.
Τις εικόνες που έφερε η Τσιόφα από το χωριό, είναι τώρα στο Πανόραμα. Εικόνες από το Ρουσίο έφερε στην Ξηρολίμνη ο πατέρας μου. Είναι στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, κλεισμένες σε τζάμι, για να μην χαλάσουν. Είναι και το δισκοπότηρο, μανουάλια, καντήλια, ο επιτάφιος και ρούχα του παπά».
Εκλογή της νύφης με κλήρο!
Τα χρόνια πέρασαν, και όταν η Αναστασία Ποιμενίδου έγινε 17 ετών, της έκαναν προξενιά. Είχε άλλες τρεις αδελφές και έναν αδελφό. Την προξενιά την έκαναν οι γονείς, άλλοι συγγενείς και οι προξενητάδες.
Στο σπίτι τους, όπου πήγαν οι προξενητάδες, δεν τους είπαν για ποιο κορίτσι ενδιαφέρονταν. Τότε ο πατέρας της έκοψε τέσσερα χαρτάκια, έγραψε τα ονόματα των κοριτσιών και έδωσε να τραβήξει ο προξενητής ένα. Στο χαρτί που τράβηξε ήταν το όνομα της Αναστασίας.
Αυτήν ήθελαν, άλλωστε, να παντρέψουν. Παντρεύτηκε το 1928 τον Στάθη Κυριακίδη, που καταγόταν από το Σταυρίν. Μάλιστα, πάνω στο ίδιο καράβι βρίσκονταν, όταν έρχονταν.
Βρέθηκαν και στην Ελλάδα στο ίδιο χωριό. Έκαναν έξι παιδιά, τέσσερα κορίτσια και δύο αγόρια, που τα σπούδασαν και είναι όλα παντρεμένα. Της χάρισαν τα παιδιά της δεκατρία εγγόνια, και τη φρόντιζαν όλοι. Τα παιδιά της είναι κατά σειρά ο Δημήτρης, η Ελένη, η Ελισάβετ, η Θεανώ, η Άννα και ο Σοφοκλής.
Νικος Τελιδης
Συγγραφεας -Συλλεκτης
Πηγη: Περιοδικο "ΠΟΝΤΙΑΚΑ"
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου