Χριστόφορος Χριστοφορίδης, ο «Στοφόρον»
της Μυροφόρας Ευσταθιάδου
«Σην εγκάλια σ΄ που έπεσεν κι ολίγον εκοιμέθεν
πιρνά-πιρνά ασ΄ αποθαν΄, ντ΄έζησεν εκανέθεν…»
Και στον τόπο που έζησε για δεκαεπτά χρόνια, αρκεί για να αποτελεί ο Στοφόρον μια γνήσια μορφή γιοσμά Ματσουκάτε, ίσως την πιο χαρακτηριστική και αναγνωρίσιμη.
Γιος του Κώστη του Σαχπεντέρ΄ και της Ελένες, γεννήθηκε στην Κουνάκα της Άνω Ματσούκας το 1905. Στην Ελλάδα εγκαθίσταται στην Ξηρολίμνη, αλλά σύντομα παντρεύεται την Ειρήνη την Καπικιεέτ΄σα και διαμένει πια στον Τετράλοφο Κοζάνης. Αυθεντικός σε κάθε έκφανση της ποντιακής παράδοσης, τη μελωδικότητα της ομιλίας του, το τραγούδι, τη χειλιαύριν, τη ζουρνά, το χορό. Πρότυπο για δεκαετίες
«...αέτς έλε΄εν ατό ο Στοφόρον, αέτς εποίνεν το τσάκωμαν…».
Εκτός από καλλιτεχνικό ταλέντο, όμως, είχε και το χάρισμα να είναι γνήσιος εκφραστής του αρχέγονου θυμοσοφικού πνεύματος. Κάθε κουβέντα του ήταν μεστή. Καμία λέξη δεν ήταν περιττή στο λόγο του. Ο Στοφόρον είχε την ικανότητα να συνεπάρει τον ακροατή του, κάνοντάς τον να γελάσει, να συλλογιστεί, να συγκλονιστεί, να διδαχθεί και σίγουρα να μεταδώσει αυτά που άκουσε:
«…ση Ματσούκαν όνταν εγυναίκιζες και ζουρνάν κ΄ είχες σην χαρά σ΄, η καρή σ΄ εφήνε σε… αρ΄εσύ άμον ντο θέλτ΄ς έπαρ΄το…»
Περνώντας τα ενενήντα χρόνια, και μη χάνοντας ούτε για μια στιγμή την αίσθηση του αυτοσαρκασμού, έδινε κάθε χρόνο την υπόσχεση ότι στο επόμενο γλέντι θα είναι παρόν
«...του χρόνου…εάν ζείτε, εγώ θ΄αναμένω σας, αδακά θα είμαι…».
Μια εβδομάδα πριν φύγει από τη ζωή, σε ηλικία 96 ετών, διαισθάνθηκε το θάνατό του και αναζητούσε μάταια συνοδοιπόρους στο άχαρο ταξίδι. Έγραψε το τελευταίο του δίστιχο και το έδωσε στην εγγονή του Ειρήνη με αυστηρή εντολή να το παραδώσει στον αδελφικό του φίλο Στάθη Ευσταθιάδη:
«Που επέθαναν εχάθανε, αδά κανείς κ΄ επέμνεν
Εγώ πα΄ λάσκουμαι αδακές, εμέν΄κανείς κ΄ ενέμνεν …!»
Ο Ευσταθιάδης στην κηδεία του ανάμεσα στα άλλα τόνισε: «…Όταν έπαιζες χειλιαύριν με πορεία την Παναγία Σουμελά, έδινες την εντύπωση ότι κατέβαινες από τη Ζύγανα, ξεσήκωνες ολόκληρη τη Ματσούκα και αναστάτωνες τις ψυχές ενός όμορφου κόσμου…»
Έκιτι, Στοφόρε…
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ποντιακή Γνώμη - Τεύχος Απριλίου
http://epontos.blogspot.com/
της Μυροφόρας Ευσταθιάδου
«Σην εγκάλια σ΄ που έπεσεν κι ολίγον εκοιμέθεν
πιρνά-πιρνά ασ΄ αποθαν΄, ντ΄έζησεν εκανέθεν…»
Και στον τόπο που έζησε για δεκαεπτά χρόνια, αρκεί για να αποτελεί ο Στοφόρον μια γνήσια μορφή γιοσμά Ματσουκάτε, ίσως την πιο χαρακτηριστική και αναγνωρίσιμη.
Γιος του Κώστη του Σαχπεντέρ΄ και της Ελένες, γεννήθηκε στην Κουνάκα της Άνω Ματσούκας το 1905. Στην Ελλάδα εγκαθίσταται στην Ξηρολίμνη, αλλά σύντομα παντρεύεται την Ειρήνη την Καπικιεέτ΄σα και διαμένει πια στον Τετράλοφο Κοζάνης. Αυθεντικός σε κάθε έκφανση της ποντιακής παράδοσης, τη μελωδικότητα της ομιλίας του, το τραγούδι, τη χειλιαύριν, τη ζουρνά, το χορό. Πρότυπο για δεκαετίες
«...αέτς έλε΄εν ατό ο Στοφόρον, αέτς εποίνεν το τσάκωμαν…».
Εκτός από καλλιτεχνικό ταλέντο, όμως, είχε και το χάρισμα να είναι γνήσιος εκφραστής του αρχέγονου θυμοσοφικού πνεύματος. Κάθε κουβέντα του ήταν μεστή. Καμία λέξη δεν ήταν περιττή στο λόγο του. Ο Στοφόρον είχε την ικανότητα να συνεπάρει τον ακροατή του, κάνοντάς τον να γελάσει, να συλλογιστεί, να συγκλονιστεί, να διδαχθεί και σίγουρα να μεταδώσει αυτά που άκουσε:
«…ση Ματσούκαν όνταν εγυναίκιζες και ζουρνάν κ΄ είχες σην χαρά σ΄, η καρή σ΄ εφήνε σε… αρ΄εσύ άμον ντο θέλτ΄ς έπαρ΄το…»
Περνώντας τα ενενήντα χρόνια, και μη χάνοντας ούτε για μια στιγμή την αίσθηση του αυτοσαρκασμού, έδινε κάθε χρόνο την υπόσχεση ότι στο επόμενο γλέντι θα είναι παρόν
«...του χρόνου…εάν ζείτε, εγώ θ΄αναμένω σας, αδακά θα είμαι…».
Μια εβδομάδα πριν φύγει από τη ζωή, σε ηλικία 96 ετών, διαισθάνθηκε το θάνατό του και αναζητούσε μάταια συνοδοιπόρους στο άχαρο ταξίδι. Έγραψε το τελευταίο του δίστιχο και το έδωσε στην εγγονή του Ειρήνη με αυστηρή εντολή να το παραδώσει στον αδελφικό του φίλο Στάθη Ευσταθιάδη:
«Που επέθαναν εχάθανε, αδά κανείς κ΄ επέμνεν
Εγώ πα΄ λάσκουμαι αδακές, εμέν΄κανείς κ΄ ενέμνεν …!»
Ο Ευσταθιάδης στην κηδεία του ανάμεσα στα άλλα τόνισε: «…Όταν έπαιζες χειλιαύριν με πορεία την Παναγία Σουμελά, έδινες την εντύπωση ότι κατέβαινες από τη Ζύγανα, ξεσήκωνες ολόκληρη τη Ματσούκα και αναστάτωνες τις ψυχές ενός όμορφου κόσμου…»
Έκιτι, Στοφόρε…
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ποντιακή Γνώμη - Τεύχος Απριλίου
http://epontos.blogspot.com/
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου